Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η δικτατορία του προλεταριάτου

  • 1 диктатура

    диктатура ж η δικτατορία \диктатура пролетариата η δικτατορία του προλεταριάτου
    * * *
    ж
    η δικτατορία

    диктату́ра пролетариа́та — η δικτατορία του προλεταριάτου

    Русско-греческий словарь > диктатура

  • 2 диктатура

    θ.
    1. δικτατορία•

    военная -στρατιωτική δικτατορία•

    диктатура пролетариата δικτατορία του προλεταριάτου.

    2. το αξίωμα του ρωμαίου δικτάτορα.

    Большой русско-греческий словарь > диктатура

  • 3 диктатура

    диктату́ра
    ж ἡ δικτατορία:
    \диктатура пролетариата ἡ δικτατορία τοῦ προλεταριάτου, ἡ προλεταριακή δικτατορία.

    Русско-новогреческий словарь > диктатура

  • 4 пролетариат

    пролетариат
    м τό προλεταριάτο[ν]:
    диктату́ра \пролетариата ἡ δικτατορία τοῦ προλεταριάτου.

    Русско-новогреческий словарь > пролетариат

  • 5 пролетариат

    α.
    η εργατική τάξη, προλεταριάτο•

    диктатура -а δικτατορία του προλεταριάτου.

    Большой русско-греческий словарь > пролетариат

  • 6 над

    κ. надо (πρόθεση με οργν.)1
    1. επί, επάνω, από πάνω, υπεράνω πάνω•

    над городом пролетал самолт πάνω από την πόλη πέταξε αεροπλάνο•

    лампа висит над столом η.λάμπα κρέμεται, πάνω από το τραπέζι•

    над нашими головами πάνω από τα κεφάλια μας.

    2. (επικυριαρχία, σφαίρα όρασης) επί•

    над собой επι του εαυτού μου, στον εαυτό μου•

    диктатура -пролетариатом δικτατορία επι του προλεταριάτου•

    диктатура над буржуазией δικτατορία επί της αστικής τάξης•

    начальник над всеми лечебными заведениями προϊστάμενος -όλων θεραπευτικών ιδρυμάτων.

    || για, διά•

    трудиться над составлением проекта εργάζομαι για την επεξεργασία προσχεδίου.

    || με•

    смеяться кем, чем γελώ με κάποιον, με κάτι.

    || σε, προς•

    насмехаться над кем γελώ σε βάρος κάποιου•

    сжилиться над кем λυπούμαι κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > над

См. также в других словарях:

  • δικτατορία — Η απολυταρχική άσκηση της εξουσίας, συνήθως καταχρηστικά, από ένα άτομο ή ομάδα ατόμων. Ιστορικά, ο όρος δ. καθιερώθηκε από την έκτακτη στρατιωτική εξουσία που καθιέρωσαν οι Ρωμαίοι την εποχή της δημοκρατίας, για να διασφαλίσουν την ενότητα και… …   Dictionary of Greek

  • κομουνισμός — Θεωρία που υποστηρίζει την αντίληψη της κοινοκτημοσύνης των μέσων παραγωγής και των καταναλωτικών αγαθών, ξεκινώντας από την προϋπόθεση της θεμελιώδους ανθρώπινης ισότητας η οποία, υπό ορισμένες ιστορικές συνθήκες, οργανώνεται σε ένα πρόγραμμα… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Γκότα — (Gotha).Πόλη (47.900 κάτ. το 2002) της Γερμανίας στην περιοχή της Ερφούρτης, πρωτεύουσα του παλιού δουκάτου του Σαξ Κοβούργου Γκότα στους πρόποδες του όρους Τιρίνγκερβαλντ. Οι ασφαλιστικές τράπεζες και η εμπορική σχολή της πόλης της είχαν… …   Dictionary of Greek

  • προλεταριάτο — Στην αρχαία Ρώμη προλετάριοι (proletari) ονομάζονταν εκείνοι που δεν είχαν άλλη περιουσία και άλλη συμβολή προς την πολιτεία εκτός από τους απογόνους τους (proles). Οι προλετάριοι αποτελούσαν την τελευταία κοινωνική τάξη, κάτω από τις 5 τάξεις… …   Dictionary of Greek

  • Κάουτσκι, Καρλ — (Karl Kautsky, Πράγα 1854 – Άμστερνταμ 1938). Γερμανός πολιτικός. Αρχικά οπαδός και φίλος του Μαρξ, έγινε ο σπουδαιότερος αναγνωρισμένος ερμηνευτής του μαρξισμού μετά τον θάνατο του Ένγκελς. Αντέκρουσε τον μεταρρυθμιστικό αναθεωρητισμό του… …   Dictionary of Greek

  • Λούξεμπουργκ, Ρόζα — (Rosa Luxemburg, Ζαμόσκ [Πολωνία] 1871 – Βερολίνο, Γερμανία 1919). Γερμανίδα επαναστάτρια και θεωρητικός του μαρξισμού, εβραϊκής καταγωγής. Οι γονείς της ζούσαν στο ρωσικό τμήμα της Πολωνίας. Η Λ. σε νεαρή ηλικία είχε αναμειχθεί στο τοπικό… …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • δημοκρατία — Όρος που υποδηλώνει το πολιτικό σύστημα στο οποίο ο λαός ασκεί την εξουσία. Ωστόσο, ένας τέτοιος ορισμός της έννοιας δεν συμφωνεί με τις διάφορες και κάποτε αντιφατικές ερμηνείες που έχουν δοθεί σε αυτή τη βασική λέξη του σύγχρονου πολιτικού… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»